Ἀχαικός — Ἀχαϊκός , Ἀχαϊκός masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αχαϊκός — ή, ό αυτός που έχει να κάνει με την Αχαΐα ή τους Αχαιούς: Γνωστή είναι από την ιστορία η αχαϊκή συμπολιτεία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ἀχαικά — Ἀχαϊκά , Ἀχαϊκός neut nom/voc/acc pl Ἀχαϊκά̱ , Ἀχαϊκός fem nom/voc/acc dual Ἀχαϊκά̱ , Ἀχαϊκός fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Achaikos Kyrix — Infobox Newspaper name = Achaikos Kyrix Αχαϊκός Κήρυξ type = Weekly (until the early to mid 20th century) format = owners = foundation = 1840 headquarters = Patras, Greece website = Achaikos Kyrix (Greek: Αχαϊκός Κύρηξ) was a newspaper that was… … Wikipedia
Ἀχαικῶν — Ἀχαϊκῶν , Ἀχαϊκός fem gen pl Ἀχαϊκῶν , Ἀχαϊκός masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀχαικόν — Ἀχαϊκόν , Ἀχαϊκός masc acc sg Ἀχαϊκόν , Ἀχαϊκός neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ωλένιος — ία, ον, Α [Ώλενος] Αχαϊκός … Dictionary of Greek
δαρεικός — Χρυσό βασιλικό νόμισμα των Aχαιμενιδών Περσών, που το έκοψε πρώτος ο Δαρείος Α’, γιος του Υστάσπη (521 485 π.Χ.). Ήταν από καθαρό χρυσάφι, είχε ακριβώς το ίδιο βάρος με τον αθηναϊκό στατήρα και ισοδυναμούσε με 20 αττικές δραχμές. Στη μία όψη του… … Dictionary of Greek
λάζω — (I) λάζω (Α) (αχαϊκός τ. αντί λάζομαι) λαμβάνω, παίρνω, αρπάζω. (II) λάζω (Α) 1. χτυπώ με το πόδι, λακτίζω, κλοτσώ 2. (κατά τον Ησύχ.) «λάζειν ἐξυβρίζειν». [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με τη λ. λάξαι (= λακτίσαι, κατά τον Ησύχ.) < θ. λαξ (πρβλ.… … Dictionary of Greek
πολεμολαμαχαϊκός — ή, όν, Α κωμική λέξη στον Αριστοφάνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < πόλεμος + Λάμαχος + Ἀχαϊκός] … Dictionary of Greek